Η διαβητική γαστροπάρεση ορίζεται ως η ελάττωση της γαστρικής κινητικότητας και της επιβράδυνσης της κένωσης του στομάχου.
Γενικά, η γαστρική κινητικότητα των ασθενών με Σακχαρώδη Διαβήτη προσδιορίζεται ποσοτικά με την μέτρηση της γαστρικής κένωσης. O όρος γαστροπάρεση θα πρέπει να χρησιμοποιείται όταν η γαστρική κένωση παρουσιάζει ιδιαίτερα σημαντική καθυστέρηση. Η πλειοψηφία των ασθενών παρουσιάζεται με ήπια ή ακόμη και με την πλήρη απουσία συμπτωμάτων.
Αρχικά, η διαβητική γαστροπάρεση θεωρήθηκε ως μία σπάνια επιπλοκή του σακχαρώδη διαβήτη, όπως και η διαβητική νευροπάθεια. Όμως, η άποψη αυτή άλλαξε με το πέρασμα των χρόνων. Φαίνεται πλέον ότι η διαβητική γαστροπάρεση επηρεάζει το 20%-50% του διαβητικού πληθυσμού. Συγκεκριμένα, κυρίως των ατόμων εκείνων με μακροχρόνιο και μη ρυθμισμένο διαβήτη («brittle» diabetes).
Η διαβητική γαστροπάρεση και η σημασία της
Η διαβητική γαστροπάρεση έχει ιδιαίτερη κλινική σημασία.
Σχετίζεται με ένα πλήθος γαστρεντερικών συμπτωμάτων, μεταβολών του γλυκαιμικού ελέγχου, καθώς και μεταβολών της απορρόφησης της από του στόματος φαρμακευτικής αγωγής. Μάλιστα, τα συμπτώματα αυτά μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και σε υποθρεψία.
Πώς θεραπεύεται η διαβητική γαστροπάρεση
Ο κύριος στόχος της θεραπείας της διαβητικής γαστροπάρεσης είναι η ανακούφιση του ασθενή από τα συμπτώματα με την επίσπευση της γαστρικής κένωσης, όσο δύσκολο και αν είναι αυτό, καθώς η πλήρης θεραπεία είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την βοήθεια των διαιτητικών επιλογών και αλλαγών, τη θεραπεία μέσω φαρμακευτικών ουσιών, ή πιο σπάνια με την βοήθεια χειρουργικών επεμβάσεων.
Διαιτητική και συμπεριφορική θεραπεία στην διαβητική γαστροπάρεση
Οποιαδήποτε ανεπάρκεια σε θερμίδες, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία θα πρέπει να αποκατασταθεί άμεσα, κατά προτίμηση μέσω της στοματικής οδού.
Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων είναι αυτή η οποία θα μας οδηγήσει στην κατάλληλη διατροφική προσέγγιση. Όταν τα συμπτώματα είναι ήπια, οι διατροφικές αλλαγές δεν κρίνονται απαραίτητες. Όταν όμως τα συμπτώματα είναι σοβαρά, οι υγρές τροφές είναι οι μόνες οι οποίες μπορούν να γίνουν ανεκτές. Τα υδατανθρακούχα μη αλκοολούχα ποτά που καταναλώνονται αργά κατά την διάρκεια της ημέρας και οι σούπες χωρίς λιπαρά σε μικρές ποσότητες μπορούν ανά τακτά χρονικά διαστήματα να παρέχουν ικανοποιητικές θερμίδες και θρεπτικά συστατικά μέχρι και για τρεις ημέρες.
Όταν τα συμπτώματα είναι λιγότερο έντονα, το γάλα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, οι χυμοί φρούτων, το ψωμί και τα δημητριακά, τα αυγά, τα πουλερικά, τα ψάρια, τα αλεσμένα άπαχα κρέατα, τα καλοβρασμένα λαχανικά και τα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά επιδόρπια μπορούν να επαναεισαχθούν στη διατροφή των ασθενών.
Γενικά, τα λίπη συμπεριλαμβανομένων των φυτικών ελαίων και τα πλούσια σε φυτικές ίνες τρόφιμα συνήθως καθυστερούν τη γαστρική κένωση. Συνεπώς, η πρόσληψή τους θα πρέπει να μειωθεί ή ακόμα και να αποφευχθεί.
Η διαιτητική θεραπεία στην διαβητική γαστροπάρεση από μόνη της είναι επιτυχής σε μία μειοψηφία ασθενών. Οι περισσότεροι από αυτούς θα απαιτήσουν και φαρμακευτική αγωγή. Εφόσον η υπεργλυκαιμία συμβάλλει στην καθυστέρηση της γαστρικής κένωσης, κρίνεται συνετή η βελτιστοποίηση της ρύθμισης της γλυκόζης, ενώ η χορήγηση ινσουλίνης κρίνεται απαραίτητη τις πιο πολλές φορές.