Τα ιδιοπαθή φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου (ΙΦΝΕ) αφορούν μια κατηγορία χρόνιων φλεγμονωδών νοσημάτων του γαστρεντερικού συστήματος.
Τα ΙΦΝΕ διακρίνονται στην ελκώδη κολίτιδα, η οποία προσβάλλει την εσωτερική επιφάνεια του παχέος εντέρου και στην νόσο Crohn, η οποία μπορεί να προσβάλλει οποιοδήποτε τμήμα του γαστρεντερικού συστήματος από την στοματική κοιλότητα μέχρι την περιοχή του πρωκτού.
Η εμφάνιση των ΙΦΝΕ πιστεύεται ότι δεν οφείλεται σε ένα μεμονωμένο αίτιο αλλά σε ένα συνδυασμό γενετικών, περιβαλλοντικών και ανοσολογικών παραγόντων προκαλώντας μια ανεξέλεγκτη φλεγμονή οδηγώντας σε πλήθος γαστρεντερικών συμπτωμάτων και επιπλοκών.
Συμπτώματα, επιπλοκές και παράγοντες κινδύνου της ΙΦΝΕ
Τα συμπτώματα των ΙΦΝΕ ποικίλουν ανάλογα τον βαθμό φλεγμονής και την περιοχή εμφάνιση τους. Επίσης, διαφοροποιούνται όταν βρίσκονται σε έξαρση ή ύφεση αντίστοιχα.
Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να είναι ήπια ή σοβαρά. Περιλαμβάνουν, πυρετό, κόπωση, διάρροια, μειωμένη όρεξη, κοιλιακό άλγος, κράμπες, αίμα από τον πρωκτό, αναιμία, απόφραξη, απώλεια βάρους, καθυστερημένη ανάπτυξη σε παιδιά καθώς και καθυστέρηση ήβης.
Τα ΙΦΝΕ μπορούν να προκαλέσουν μια σειρά από διάφορες επιπλοκές στον ανθρώπινο οργανισμό. Τέτοιες μπορεί να είναι αρθραλγίες, συρίγγιο, οστεοπόρωση, δερματικά προβλήματα, ηπατοχολικές επιπλοκές, αύξηση κινδύνου σχηματισμού θρόμβων, υποσιτισμό καθώς και σοβαρή αφυδάτωση.
Τόσο η ελκώδη κολίτιδα όσο και η νόσος Crohn, μπορούν να εμφανιστούν σε οποιαδήποτε ηλικία. Προσβάλουν και τα δυο φύλλα με τη συχνότητα εμφάνισης να είναι μεγαλύτερη σε λευκούς άνδρες ή γυναίκες αντίστοιχα.
Επίσης, υψηλότερο κίνδυνο να προσβληθούν με ΙΦΝΕ διατρέχουν άτομα τα όποια έχουν οικογενειακό ιστορικό και των δύο ασθενειών. Ένας άλλος παράγοντας κινδύνου είναι το κάπνισμα. Η συγκεκριμένη συνήθεια αυξάνει τον κίνδυνο έξαρσης σε ασθενείς με νόσο Crohn οδηγώντας σε περισσότερες εντερικές επιπλοκές καθώς και συχνότερες χειρουργικές επεμβάσεις.
Αντίθετα, σε ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα το κάπνισμα μειώνει τον κίνδυνο έξαρσης της νόσου. Η στρατηγική ανακούφισης και διατήρηση της ύφεσης των παραπάνω συμπτωμάτων αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά αντιμετώπισης των ΙΦΝΕ αφού πρώτα διαγνωστούν.
Διάγνωση και θεραπεία των ΙΦΝΕ
Η διάγνωση των ΙΦΝΕ στηρίζεται στη λήψη ιατρικού ιστορικού (π.χ. συμπτώματα, οικογενειακό ιστορικό, κ.α.).
Περιλαμβάνει επίσης μια σειρά ειδικών εργαστηριακών εξετάσεων όπως, εξέταση αίματος, εξέταση κοπράνων, ακτίνες X και κολονοσκόπηση σε συνδυασμό με βιοψία. Όλες οι παραπάνω αποτελούν και τις πιο έγκυρες μεθόδους για αναγνώριση και ταυτοποίηση των νόσων αυτών.
Η θεραπεία των ΙΦΝΕ, περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή με κορτικοστεροειδή, αμινοσαλικυλικά, ανοσοκατασταλτικά και μη στεροειδή φάρμακα. Συστήνονται ακόμα βιταμίνες και προβιοτικά με στόχο την ύφεση της νόσου.
Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, η διατροφή φαίνεται να εμπλέκεται στην αιτιοπαθογένεια των νόσων και συνδέεται στενά με τις διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων.
Διατροφή και ΙΦΝΕ
Η διατροφική υποστήριξη τέτοιων ασθενών, έχει ως στόχο τον έλεγχο και την μείωση των συμπτωμάτων, την επαρκή κάλυψη θρεπτικών συστατικών και την αποφυγή υποθρεψίας. Διαφοροποιείται και εξατομικεύεται από ασθενή σε ασθενή λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως, ηλικία, φύλο, βαρύτητα και έκταση φλεγμονής, τα συνοδά νοσήματα, τα ανεκτά τρόφιμα, κ.α..
Η διατροφική εξατομίκευση είναι υψίστης σημασίας σε ανθρώπους που έχουν διαγνωστεί με ΙΦΝΕ. Αυτό ισχύει διότι τα τρόφιμα που καταναλώνονται σε καθημερινή βάση διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, τόσο στην έξαρση όσο και στην ύφεση των νόσων αυτών, αντίστοιχα.
Σε περιόδους έξαρσης, πολύ περισσότερο σε ασθενείς με νόσο Crohn, παρατηρούνται διατροφικές ελλείψεις σε θρεπτικά συστατικά. Προσβάλλεται το λεπτό έντερο το οποίο ευθύνεται για την απορρόφηση των συστατικών αυτών. Η διατροφική ανεπάρκεια αυτή οφείλεται σε:
- μειωμένη πρόσληψη τροφής
- δυσαπορρόφηση των συστατικών αυτών
- απώλεια θρεπτικών συστατικών λόγω στεατόρροιας
- διάρροια
- απώλεια αίματος
- φαρμακευτική αγωγή
- ναυτία και εμετούς
Αυτό το γεγονός οδηγεί αρκετά συχνά, σε πρωτεϊνικό-υποσιτισμό, μειωμένη μυϊκή μάζα, ταχεία απώλεια βάρους, ανεπάρκεια σιδήρου, βιταμίνης D και B12 και ασβεστίου. Σε παρατεταμένη έξαρση παρατηρούνται ανεπάρκεια σε βιταμίνη β9, ψευδάργυρο, μαγνήσιο και άλλα θρεπτικά συστατικά.
Τρόφιμα που ενοχοποιούνται συχνότερα σε περιόδους έξαρσης της φλεγμονής, είναι τα λιπαρά και τηγανητά γεύματα, γαλακτοκομικά προϊόντα, εσπεριδοειδή, όσπρια και τρόφιμα πλούσια σε φυτικές ίνες. Πιο ασφαλή προς κατανάλωση σε συχνότητα μικρών συχνών γευμάτων είναι τα καλά μαγειρεμένα τρόφιμα. Τέτοια μπορεί να είναι το κοτόπουλο, γαλοπούλα, ψάρι, λαχανικά, φρούτα χωρίς φλούδα, πουρές πατάτας, λευκό ψωμί, ρύζι, ζυμαρικά από λευκό αλεύρι.
Αντίθετα, σε περίοδο ύφεσης, μια διατροφή κατόπιν σύστασης διαιτολόγου με τρόφιμα από όλες τις ομάδες σε συχνότητα μικρών και συχνών γευμάτων είναι πιο αποδεκτή σε ασθενείς με ΙΦΝΕ.
Ο ρόλος της Μεσογειακής διατροφής
Το διατροφικό μοντέλο της Μεσογειακής διατροφής αποτελεί ένα από τα προτεινόμενα μοτίβα.
Έχει ρεαλιστικά αποτελέσματα στην διατήρηση της καλής υγείας και την διαχείρισην των συμπτωμάτων σε ασθενείς με ΙΦΝΕ. Άλλο διατροφικό μοντέλό είναι η δίαιτα FODMAPs. Δίνει ενθαρρυντικά αποτελέσματα, οδηγώντας σε βελτίωση των συμπτωμάτων χωρίς ωστόσο να σχετίζεται με βελτίωση της φλεγμονής.
Επιπλέον, μια αρκετά υποσχόμενη διατροφή σε ασθενείς με ΙΦΝΕ, είναι η αντιφλεγμονώδης δίαιτα του Groningen (GrAID). Περιλαμβάνει, άπαχο κρέας, αυγό, ψάρι, φρούτα, λαχανικά, δημητριακά, όσπρια, τσάι, μέλι, σκέτα γαλακτοκομικά και αποφυγή επιδόρπιων γάλατος, γιαουρτιού, κόκκινου κρέατος καθώς και επεξεργασμένων και κονσερβοποιημένων τροφίμων.
Τέλος, η χρήση συμπληρωμάτων διατροφής κρίνεται απαραίτητη σε περιπτώσεις όπου υπάρχει αποδεδειγμένη ανεπάρκεια θρεπτικών συστατικών κατόπιν σύστασης ιατρού ή διαιτολόγου.